- παλινώρους
- παλίνωροςchanging and returning with the seasonsmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλίνωρος — παλίνωρος, ον (Α) 1. (για αστέρα) αυτός που αλλάζει θέση και επιστρέφει ανάλογα με τις εποχές 2. (κατά τον Ησύχ.) «παλινώρους ἄκοντας». [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ωρος < ὥρα), πρβλ. εύ ωρος] … Dictionary of Greek